μεταλλικός

μεταλλικός
-ή, -ό (Α μεταλλικός, -ή, -όν) [μέταλλο]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο ή μοιάζει με μέταλλο («μεταλλική λάμψη»)
2. κατασκευασμένος ή παρασκευασμένος από μέταλλο (α. «μεταλλικά έπιπλα» β. «μεταλλικά νομίσματα» γ. «μεταλλικά φάρμακα», Γαλ.)
νεοελλ.
1. (για υγρά) αυτός που περιέχει στη σύσταση του μέταλλα σε διάλυση (α. «μεταλλικό νερό» β. «μεταλλική πηγή»)
2. αυτός που έχει κάποια ιδιότητα τού μετάλλου
3. (ειδικότερα) α) (για ήχο) διαυγής, καθαρός, σαν να παράγεται από μέταλλο («μεταλλική φωνή»)
β) (για χρώμα) αυτός που γυαλίζει σαν το μέταλλο, λαμπρός, ακτινοβόλος, έντονος
4. φρ. α) «μεταλλική εποχή» — η εποχή τού μετάλλου
β) «μεταλλική δραχμή» — η δραχμή που υπολογίζεται σε χρυσό ως υγιές νόμισμα
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται σε μεταλλεία, σε ορυχεία («παραδιδόασι τοῑς ἐφεστηκόσι ταῑς μεταλλικαῑς ἐργασίαις», Διόδ.)
2. αυτός που έχει γνώσεις σχετικά με τα μέταλλα
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ μεταλλικός
εργάτης ορυχείου, μεταλλωρύχος
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ μεταλλική (ενν. τέχνη)
η τέχνη τής εξόρυξης μετάλλων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεταλλικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλικός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με μέταλλο: Μεταλλικό χρώμα. 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μέταλλο, ο μετάλλινος: Μεταλλικό εργαλείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταλλικά — μεταλλικός of neut nom/voc/acc pl μεταλλικά̱ , μεταλλικός of fem nom/voc/acc dual μεταλλικά̱ , μεταλλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλικῶν — μεταλλικός of fem gen pl μεταλλικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλικόν — μεταλλικός of masc acc sg μεταλλικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλικαῖς — μεταλλικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλικαί — μεταλλικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλικοῖς — μεταλλικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλικοῦ — μεταλλικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλικῆς — μεταλλικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”